χιονοκάλυπτος

χιονοκάλυπτος
-η, -ο, Ν
καλυμμένος με χιόνι, χιονοσκεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + καλύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”